- πολύσωρος
- -ον, Α(κυρίως ως προσωνυμία τής Δήμητρος) αυτός που έχει πολλούς ή μεγάλους σωρούς σιτηρών.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
πολύσωρε — πολύσωρος rich in heaps of corn masc/fem voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)